Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὰς πύλας

См. также в других словарях:

  • врата — ВРАТ|А (310), Ъ мн. с. Ворота, широкий вход или проезд, запираемый створами: ономоу же сто˫ащю предъ враты ЖФП XII, 40в; въшьдъ же въ цр҃квь... оувѣдѣвъ ˫ако враты хотѩть изити. и бывъшю ѥмоу въ вратѣхъ въпроси о нихъ. ЧудН XII, 66в; лежаше… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • MYNDUS — urbs Cariae maritima, inter Bargyliam et Halicarnassum, Mentese Leunclavio. Plin. l. 5. c. 29. hôc tempore primaria regionis et sedes praefecti: Episcopalis sub Archiepiscopo Stauropolitano. Fuit in eadem Caria et alterum eiusdem nominis oppidum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… …   Dictionary of Greek

  • ВВЕДЕНИЕ ВО ХРАМ ПРЕСВЯТОЙ БОГОРОДИЦЫ — [греч. Εἴσοδος τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου ἐν τῷ Ναῷ; лат. Praesentatio S. Mariae in templo], один из великих церковных праздников, установленный в честь события приведения Пресв. Богородицы Ее родителями в иерусалимский храм для посвящения Богу.… …   Православная энциклопедия

  • THEBE — I. THEBE Latinis Thebae, urbs Boeotiae ad Ismenum Fluv. Aliquot milliar. ab Asopo in Boream regionis quondam primaria. Tiva Sophiano, et Stives, vel Stibes. Eius arx Camaea dicta fuit. Nunc vicus, paucorum incolarum, sub Turcis, 50. mill. pass.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… …   Dictionary of Greek

  • προστίθημι — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, έω, Α [τίθημι] μέσ. προστίθεμαι συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο νεοελλ. φρ. «προστιθέμενη αξία» (οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση… …   Dictionary of Greek

  • πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι …   Dictionary of Greek

  • συγκλείω — ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α [κλείω / κλῄω] κλείνω μαζί αρχ. 1. κλείνω μέσα, περικλείω («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στήθος», Αριστοτ.) 2. περιλαμβάνω («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», Πλούτ.) 3. αποκλείω, φράζω («[ἡ πολεμία] ξυνέκληε …   Dictionary of Greek

  • двьрь — ДВЬР|Ь (391), И с., чаще мн. Дверь, створка, ворота, закрывающие вход в помещение: Стѹпивъ въ двьри цр҃квьны˫а. помысли сама врата нб҃сна˫а прошьдъ. Изб 1076, 55; и прѣдъ двьрьми твоими стоѭ рѹкɤ || простьръ. Там же, 94 об.–95; Врата небесьнаѩ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αγεωμέτρητος — η, ο (Α ἀγεωμέτρητος, ον) [γεωμετρῶ] αυτός που δεν γνωρίζει γεωμετρία και, γενικά, μαθηματικά αρχ. 1. (για μαθημ. προβλήματα ή γεωμ. σχήματα) ο μη γεωμετρικός, ανώμαλος, ακανόνιστος 2. απαίδευτος, αμαθής «ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω», φρ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»